πιστοποιούμαι

πιστοποιούμαι
πιστοποιούμαι, πιστοποιήθηκα, πιστοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γνωστεύω — (Α γνωστεύω) [γνώστης] Ι. πιστοποιώ, βεβαιώνω·|| νεοελλ. γνωστικεύω II. παθ. γνωστεύομαι νεοελλ. βάζω γνώση, σωφρονίζομαι αρχ. επιβεβαιώνομαι, πιστοποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • υπομαρτυρώ — έω, ΜΑ [μαρτυρῶ] μσν. 1. υποδηλώνω, φανερώνω κάτι με έμμεσο τρόπο 2. υπογράφω ως μάρτυρας αρχ. παθ. ὑπομαρτυροῡμαι, έομαι πιστοποιούμαι, βεβαιώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”